παρασπόνδηση

παρασπόνδηση
η / παρασπόνδησις, -εως, ΝΑ [παρασπονδώ]
παράβαση τών σπονδών, τών συνθηκών, αθέτηση υποσχέσεως, καταπάτηση όρκου, παρασπονδία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρασπόνδηση — παρασπόνδηση, η βλ. παρασπονδία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρασπονδία — η παρασπόνδηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρασπονδώ. Η λ., στον πληθ. παρασπονδίαι, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”